- λυκόπουλο
- το1. νεογνό λύκου, λυκιδεύς2. μτφ. παιδί μικρής ηλικίας που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα τών προσκόπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -πουλο* (< -πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκόπουλο — το 1. το νεογέννητο του λύκου. 2. ο μικρός πρόσκοπος: Θα παρελάσει με τα λυκόπουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
λυκιδεύς — ο (Α λυκιδεύς, έως) το νεογνό τού λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῑς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
μονιάς — ο [μονιά] 1. λύκος που παραμονεύει και ενεδρεύει στο ίδιο μέρος για να αρπάζει ζώα, και ιδίως πρόβατα, από τα κοπάδια 2. πρωτότοκο λυκόπουλο 3. φρ. «παλιός μονίας» άνθρωπος πολύ πανούργος ή άνθρωπος πολύ έμπειρος, αλλ. γερόλυκος … Dictionary of Greek